παλαιότραγος

παλαιότραγος
(palaeotragus). Γένος δερμα-τοκέρατων σεληνοδόντιων, οπληφόρων θηλαστικών που έχει εκλείψει. Τα ζώα αυτά είχαν μικρό μέγεθος. Απολιθωμένα λείψανα τους βρέθηκαν σε κατωπλειοκαινικά στρώματα. Στην Ελλάδα βρέθηκαν κυρίως στο Πικέρμι της Αττικής και στη Σάμο.
* * *
ο
(παλαιοντ.) γένος απολιθωμένων οπληφόρων θηλαστικών που έμοιαζαν με το σημερινό οκάπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. palaeotragus (< παλαιός + τράγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ν. Θ. Σχινά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”